κατασπαταλᾷ

κατασπαταλᾷ
κατασπαταλάω
live wantonly
pres subj mp 2nd sg
κατασπαταλάω
live wantonly
pres ind mp 2nd sg (epic)
κατασπαταλάω
live wantonly
pres subj act 3rd sg
κατασπαταλάω
live wantonly
pres ind act 3rd sg (epic)
κατασπαταλάω
live wantonly
pres subj mp 2nd sg
κατασπαταλάω
live wantonly
pres ind mp 2nd sg (epic)
κατασπαταλάω
live wantonly
pres subj act 3rd sg
κατασπαταλάω
live wantonly
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατασπαταλᾶν — κατασπαταλάω live wantonly pres part act masc voc sg (doric aeolic) κατασπαταλάω live wantonly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κατασπαταλάω live wantonly pres part act masc nom sg (doric aeolic) κατασπαταλᾶ̱ν , κατασπαταλάω live… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικοφθόρος — οἰκοφθόρος, ὁ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που κατασπαταλά την οικιακή περιουσία, άσωτος 2. μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. κοσμο φθόρος, ψυχο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • σκορπαλευράς — και σκορπαλεύρης, ο, θηλ. σκορπαλευρού, Ν μτφ. αυτός που κατασπαταλά την περιουσία του, που τήν ξοδεύει αλόγιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + αλεύρι] …   Dictionary of Greek

  • ωλεσίοικος — και ὀλεσίοικος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του 2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω»… …   Dictionary of Greek

  • Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”