κατασπαταλᾶν — κατασπαταλάω live wantonly pres part act masc voc sg (doric aeolic) κατασπαταλάω live wantonly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κατασπαταλάω live wantonly pres part act masc nom sg (doric aeolic) κατασπαταλᾶ̱ν , κατασπαταλάω live… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοφθόρος — οἰκοφθόρος, ὁ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που κατασπαταλά την οικιακή περιουσία, άσωτος 2. μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. κοσμο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
σκορπαλευράς — και σκορπαλεύρης, ο, θηλ. σκορπαλευρού, Ν μτφ. αυτός που κατασπαταλά την περιουσία του, που τήν ξοδεύει αλόγιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + αλεύρι] … Dictionary of Greek
ωλεσίοικος — και ὀλεσίοικος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του 2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω»… … Dictionary of Greek
Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… … Dictionary of Greek